- κατακρυφή
- κατα-κρῠφή, ἡ,A means of concealment, οὐ γὰρ ἔχω κ. S.OC218 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατακρυφή — κατακρυφή, ἡ (Α) [κατακρύπτω] 1. τρόπος απόκρυψης 2. υπεκφυγή («ἀλλ ἐρῶ οὐ γὰρ ἔχω κατακρυφάν», Σοφ.) … Dictionary of Greek
κατακρυφάν — κατακρυφά̱ν , κατακρυφή means of concealment fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)